σιτωνικά

σιτωνικά
σιτωνικόν
wheat-fund
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιτωνικός — ή, όν, ΜΑ [σιτώνης] 1. αυτός που προορίζεται για την αγορά σίτου, για τη σιτωνία* («σιτωνικὰ χρήματα», επιγρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά σιτωνικά χρήματα που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την αγορά σίτου («γραμματεύων τῶι ταμίαι τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”